- πυροτομία
- ἡ, Αο θερισμός τού σιταριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -τομία (< -τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. δενδρο-τομία, λιθο-τομία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυροτομίας — πυροτομίᾱς , πυροτομία reaping of wheat fem acc pl πυροτομίᾱς , πυροτομία reaping of wheat fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυροτομίαν — πυροτομίᾱν , πυροτομία reaping of wheat fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)